Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

так как

  • 1 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 2 так

    так 1) (таким образом) έτσι, μ'αυτό τον τρόπο 2) -(настолько) τόσο; \так много τόσο πολύ 3) (утверждение) έτσι ◇ так себе έτσι κι έτσι· \так как γιατί, διότι, επειδή
    * * *
    1) ( таким образом) έτσι, μ’αυτό τον τρόπο
    2) ( настолько) τόσο

    так мно́го — τόσο πολύ

    3) ( утверждение) έτσι
    ••

    та́к себе — έτσι κι έτσι

    так как — γιατί, διότι, επειδή

    Русско-греческий словарь > так

  • 3 как

    как
    1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:
    \как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·
    2. нареч воскл. πῶς, τί:
    \как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·
    3. нареч относ. ὅπως, ὠς:
    я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·
    4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:
    белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·
    5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):
    всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·
    6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:
    она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό.

    Русско-новогреческий словарь > как

  • 4 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 5 допускать

    ρ.δ.μ.
    1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•

    его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•

    это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.

    || επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•

    допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.

    || επιτρέπω να πάρει μέρος•

    допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.

    2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•

    удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.

    3. δέχομαι, παραδέχομαι•

    -аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.

    || κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•

    не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.

    επιτρέπομαι•

    дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•

    не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.

    || έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω).

    Большой русско-греческий словарь > допускать

  • 6 изворачиваться

    изворачиваться
    несов ξεφεύγω, κάνω ἐλιγμούς, ξεγλιστρώ / пере ἡ. τά κλωθογυ-ρίζω / κάνω διάφορους συνδιασμούς γιά νά τά φέρω βόλτα (при финансовых затруднениях):
    ему пришлось \изворачиваться, чтобы ответить на вопрос τά κλωθογύριζε πολύ γιά νά μπορέσει ν'ἀπαντήσει· семье́ приходилось \изворачиваться, так как средств не хватало ἡ οἰκογένεια ἐκανε πολλούς συν-διασμούς γιά νά τά φέρει βόλτα ἐπειδή τά ἐσοδα ήτανε λίγα

    Русско-новогреческий словарь > изворачиваться

  • 7 поскольку

    поскольку
    союз
    1. (насколько) ἀπ' ὅσο, στό μέτρο πού:
    \поскольку я могу́ судить ἀπ· ὅσο μπορώ νά κρίνω·
    2. (так как) ἐφόσον, μιά καί, ἀφοϋ:
    \поскольку ты согласен... ἐφόσον είσαι σύμφωνος...

    Русско-новогреческий словарь > поскольку

  • 8 хотеться

    хоте||ться
    безл перевод, личными формами глаголов θέλω, ἐπιθυμώ:
    мне хочется поговорить с ним θέλω νά τοῦ μιλήσω· мне не хочется слышать об этом δέν θέλω ν' ἀκούσω γι ' αὐτό· не так, как \хотетьсялось бы ὄχι ὅπως θά ήθελα.

    Русско-новогреческий словарь > хотеться

  • 9 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 10 такой

    так||ой
    (такая, такое, мн. таки́е) мест, указ. τέτοιος, τοιοῦτος:
    он -\такой, какой есть τέτοιος πού εἶναι· он \такой силач! τί δυνατός πού εἶναι!· это \такойая интересная кни́га εἶναι τόσο ἐνδιαφέρον βιβλίο· это \такойόε зрелище! εἶναι τέτοιο θέαμα!· у него́ \такойи́е интересные мысли ἔχει τόσο ἐνδιαφέρουσες σκέψεις· \такой (же) ὀμοιος, παρόμοιος, ἰδιος, ἰδιος ἀκριβῶς· \такой же большой как... τόσο μεγάλος ὅσο... вы все \такойа́я же! είσθε πάντα ἡ ἰδια, δέν ἀλλάξατε καθόλου· в \такойо́м слу́чае ἐν τοιαύτη περιπτώσει· до \такойой степени σέ τέτοιο σημείο, σέ τέτοιο βαθμό· \такойи́м образом а) τοιουτοτρόπως, ἔτσι, μ· αὐτόν τόν τρόπο, б) (следовательно) λοιπόν что \такойое случилось? τί συνέβη;· кто \такой? ποιός εἶναι;· что же тут \такойо́го? τί τό παράξενο βλεπετε;· что же это \такойо́е? ὀίλλο πάλι αὐτό;· и все \такойо́е разг καί τά παρόμοια· \такойсяко́й разг ὁ πήξε κι ὁ δείξε.

    Русско-новогреческий словарь > такой

  • 11 раз

    раз I
    м
    1. ἡ φορά:
    всякий \раз κάθε φορά· не \раз πολλες φορές· несколько \раз μερικές φορές· в другой \раз ἀλλη φορά· \раз навсегда μιά γιά πάντα, μιά καί καλή, ἄπαξ διά παντός· еще \раз ἄλλη μιά φορά· на этот \раз αὐτή τή φορά· иио́й \раз καμιά φορά, ἐνίοτε· всякий \раз, когда... κάθε φορά πού..., ὁσάκις· оди́н \раз, как-то \раз κάποια φορά· ни \разу οὔτε μιά φορά· с первого \раза а) ἀπ' τήν πρώτη φόρἀ, ἀπ· τήν πρώτη στιγμή, б) μονομιδς (сразу)· \раз в год μιά φορά τό χρόνο, ἄπαξ τοῦ ἔτους· \раз так, а \раз так, \раз на \раз не приходится πότε ἐτσι καί πότε ἀλλοιώς, ἀλλοτε... ἀλλοτε...·
    2. (при счете) ἕνας, μία, ἕνα- ◊ как \раз ἀκριβῶς· в самый \раз разг а) (впору) πάνω στήν ὠρα· б) (вовремя) ἔγκαιρα, ἐγκαίρως· вот тебе (и) \раз! разг νάτα μας!
    раз II
    нареч (однажды) κάποτε, μιά[ν] φορά[ν].
    раз III
    союз (если) ἀφοῦ, μιά καί...:
    \раз он идет в театр, я тоже пойду́ μιά καί πάει αὐτός στό θέατρο θά πάω κι ἐγώ· \раз так, то... μιά κι· εἶναι ἔτσι, τότε...· \раз дело обстоит так, то нечего и говорить μιά καί εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε δέν γίνεται συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > раз

  • 12 вот

    вот
    частица
    1. (указательная) νά, ἰδού:
    \вот где я живу́ νά ποῦ κατοικώ, νά ποῦ μένω· \вот как было Дело νά πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεση· \вот это, вот эта αὐτό, αὐτη·
    2. (в заключение) νά, ιδού:
    \вот и все αὐτό ήτανε ὀλο· \вот и готово Ετοιμο·
    3. (в восклицании) καί, νά:
    \вот так неожиданность! ἄλλο ἀναπάντεχο καί τοϋτο!· \вот как! ὡστε ἔτσι λοιπόν!· \вот и отлично! περίφημα!· \вот и мы! νἄμαστε καί μεῖς!·
    4. (при логическом ударении):
    \вот вас-то мне и надо ἐσάς ἀκριβῶς ζητούσα! \вот этого я вам не обещаю αὐτό δέν σας τό ὑπόσχομαι· ◊ \вот так! (одобрение) ἐτσι μπράβο!· \вот еще! (несогласие) νάτα μας!

    Русско-новогреческий словарь > вот

  • 13 точно

    точно I
    нареч μέ ἀκρίβεια, ἀκριβώς/ πιστά, σωστά (верно):
    \точно переводить μεταφράζω μέ ἀκρίβεια, μεταφράζω πιστά· \точно выполнить поручение ἐκτελώ πιστά τήν ἐντολή· \точно переписа́ть что́-л. ἀντιγράφω κάτι ἀκριβώς· \точно так же как... ἀκριβώς ὅπως...· \точно такой же ὁ ἰδιος ακριβώς, ἰδιος καί ἀπαράλλαχτος· ◊ так \точно! воен. μάλιστα!
    точно II
    нареч
    1. (подобно) σάν, ὠς:
    \точно сумасшедший σάν τρελλός·
    2. (как будто) λές καί, σάν νά:
    \точно он писа́ть не умеет λες καί δέν ξέρει νά γράφει.

    Русско-новогреческий словарь > точно

  • 14 бывать

    ρ.δ.
    1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•

    всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.

    2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•

    таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.

    3. βρίσκομαι, είμαι•

    вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.

    4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•

    -ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...

    5. επισκέπτομαι• συχνάζω•

    он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.

    (απρόσ.) συμβαίνει.
    εκφρ.
    как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•
    как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•
    ничего не -лоπαλ. βλ. στη λ. ничуть.

    Большой русско-греческий словарь > бывать

  • 15 быть

    быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы
    * * *
    1) ( существовать) είμαι, υπάρχω
    2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαι

    где вы бы́ли? — πού είσαστε

    3) ( иметься) έχω, υπάρχω

    у меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα

    в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία

    4) (в знач. связки)

    он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος

    ••

    так и быть! — ας είναι!, έστω!

    мо́жет быть — ίσως, πιθανό

    бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…

    бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!

    Русско-греческий словарь > быть

  • 16 пусть

    пусть
    1. частица ᾶς, ἔστω:
    \пусть бу́дет так ἄς εἶναι ἔτσι, ἔστω· \пусть придет как можно скорее ἄς ἔλθει ὅσο τό δυνατόν γρηγορώτερα· \пусть говорит ἄς μιλήσει· \пусть» так ἔστω, ἄς εἶναι, πολύ καλά, σύμφωνος·
    2. союз ἄν, ἔστω, μολονότι:
    \пусть трудно, но я справлюсь с этим ἄν καί εἶναι δύσκολο, ἐγώ ὅμως θά τά καταφέρω

    Русско-новогреческий словарь > пусть

  • 17 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 18 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 19 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 20 ни

    ни I
    1. союз (при перечислении однородных членов) οὔτε, μήτε:
    ни он ни я μήτε ὁ ἔνας μήτε ὁ ἀλλος· ни так ни сяк ὁὔτε ίτσι, ὁὔτε ἀλλοιῶς· ни тот ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας ὁὔτε ὁ ἄλλος· ◊ ни то ни се ὁὔτε κρύο ὁὔτε ζεστό· ни за что ни про что χωρίς καμιά αἰτία, στά καλά καθούμενα·
    2. частица усил. в отрицательных предложениях ὁὔτε:
    он не пропустил ни одного́ урока δέν παρέλειψε ὁὔτε ἕνα μάθημα· там не было ни души́ ἐκεῖ δέν ὑπήρχε ὁὔτε ψυχή· ни один человек не поду́мает этого κανενός δέν θά τοῦ πέρνοῦσε ἀπ· τό μυαλό· ни под каким видом μέ κανένα τρόπο·
    3. частица (после местоимений и наречий перед глаголом переводится неопределенным местоимением или идиоматическим выражением):
    как я ни кричал δσο[ν] καί ἄν φώναζα· во что́ бы то ни стало μέ κάθε τρόπο, δίχως ἀλλο, σώνει καί καλά· кто бы то ни́ был ὀποιος καί ἄν εἶναι, ὁποιοσδήποτε· как бы то ни́ было ὁπωσδήποτε· ◊ ни-ни́! разг ὁὔτε κουβέντα, ὁὔτε τό παραμικρό· об этом ни-ни! γιά τό ζήτημα αὐτό ὁὔτε κουβέντα, μήτε τσιμουδιά.
    ни II
    (отделяемая часть местоим. всегда без ударения):
    ни с кем μέ κανένα· ни к кому́ σέ κανένα· ни у кого́ не хватило смелости κανείς δέν είχε τό θάρρος· ни у кого́ нельзя· было добиться ответа δέν μποροῦσε νά πάρει ἀπάντηση ἀπό κανένα· ни у кого не нашлось... κανείς δέν είχε...· ◊ ни за что́ μέ κανένα τρόπο, οὐδέποτε· ни за что на свете μέ κανένα τρόπο, καί χρυσό νά μέ κάνεις· ни в коем слу́чае σέ κομμιά περίπτωση· мне это ни к чему́ αὐτό δέν μ' ἐνδιαφέρει, δέν μοῦ λέει τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > ни

См. также в других словарях:

  • Так как — Так как. Союз так как стал идиоматическим сращением не раньше конца XVIII в. (ср. у Крылова в пьесе «Урок дочкам»). Это сращение образовалось из слияния двух местоименных наречий: так, как в официально деловом языке и в близких к нему стилях… …   История слов

  • Так Как — I т ак как союз Употребляется при присоединении придаточной части сложноподчиненного предложения (в которой сообщается причина, обоснование или предпосылка того, о чём говорится в главной части), соответствуя по значению сл.: потому что, в связи… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Так Как — I т ак как союз Употребляется при присоединении придаточной части сложноподчиненного предложения (в которой сообщается причина, обоснование или предпосылка того, о чём говорится в главной части), соответствуя по значению сл.: потому что, в связи… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Так Как Же — част. разг. Употребляется при побуждении к ответу, соответствуя по значению сл.: ну как, так как, ну так как, ну так как же. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • так как — См …   Словарь синонимов

  • так, как — и также, как. «Ну, какие тонкости, – скажет читатель. – Разве есть между ними разница?» Жизнь, однако, настоятельно требует, чтобы мы в этих тонкостях разобрались. Сравните два предложения. Первое: Ни одна зубная паста не отбеливает также как… …   Словарь ошибок русского языка

  • так, как я — нареч, кол во синонимов: 4 • по моему (23) • так же, как я (4) • таким же образом, как я …   Словарь синонимов

  • Так как — ТАК. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • так как — См. серьёзно В. В. Виноградов. История слов, 2010 …   История слов

  • так как — так как, союз …   Орфографический словарь-справочник

  • так как — ввиду того, что — [http://www.iks media.ru/glossary/index.html?glossid=2400324] Тематики электросвязь, основные понятия Синонимы ввиду того, что EN inasmuch …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»